- τετραφαλαγγάρχης
- τετρᾰφᾰλαγγ-άρχης, ου, ὁ,A commander of a τετραφαλαγγία, EM 729.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραφαλαγγάρχης — commander of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραφαλαγγάρχης — ὁ, Α ο διοικητής τής τετραφαλαγγιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραφαλαγγία + άρχης*] … Dictionary of Greek